Σαβαώθ

Σαβαώθ
Λέξη εβραϊκή που σημαίνει «Κύριος των δυνάμεων». Αναφέρεται στον Ησαΐα (Παλαιά Διαθήκη) και στην Καινή Διαθήκη από την οποία και υιοθετήθηκε και στη λειτουργική γλώσσα της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γνωστός είναι ο ύμνος που ψάλλεται κατά τη θεία λειτουργία: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σ., πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης η λέξη αποδόθηκε ως «Παντοκράτωρ» για να χαρακτηρίσει την παντοδυναμία του θεού.
* * *
ο, ΝΜΑ
προσωνυμία τού Θεού στη Βίβλο και στη μεσαιωνική εκκλησιαστική γλώσσα («ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ», Θ. Λειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. εβραϊκής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαβαώθ — pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστικισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα σύνολο θεωριών και αιρέσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των σχολών αυτών ήταν ο Σίμων ο Μάγος, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης. Οι …   Dictionary of Greek

  • Саваоф — ст. слав., др. русск. Саваоϑъ Σαβαώθ (Супр., Изборн. Святосл. 1073 г.). Через греч. Σαβαώθ из др. еврейск. ṣеbâ᾽ôth господин ратей (Литтман 27) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Alexander of Tralles — Alexander ( gr. Ἀλέξανδρος) of Tralles in Lydia (or Alexander Trallianus, c. 525 – c.605) was one of the most eminent of the ancient physicians. His date may safely be put in the 6th century, for he mentions Aëtius Amidenus, [Alexander of Tralles …   Wikipedia

  • τρισάγιος — α, ο / τρισάγιος, αγία, ον, ΝΜΑ φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν) σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι τού νεκρού… …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • САВАОФ — Цебабт (евр. seba ot, множ. число от sâb a, «воинство», «сонм»), одно из имён бога в иудаистической и христианской традициях. В библейских пророческих книгах встречается в сочетании «Господь воинств», что по гречески передаётся двояко: Πανιχράτωρ …   Энциклопедия мифологии

  • Небесное воинство — неоднократно встречающееся в Библии совокупное именование ангелов, а также небесных светил[1]. Ангельское воинство трубит победу …   Википедия

  • ANCHIALUS — I. ANCHIALUS Astrologus, cuius meminit. Cicer. l. Divinat. II. ANCHIALUS Iudaeorum Deus, ut quidam colligunt ex loco Martialis l. 11. epigr. 95. Ecce negas, iurasque mihi per templa Tonantis, Non credo: iura verpe per Anchialum. Salmas. l. de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HAGIOGRAPHA — Hebr. Cetubim, dicuntur Iudaeis libri vet. Canonis XI. Verba dierum, seu Chronica, Esther, Ezra, Nehemia, Psalmi, Proverbia, Ecclesiastes, Canticum Cantic. Liber Iob, Daniel (quem male Prophetarum choro eximunt, aut reliquis saltem inferioremk… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”